νεάνισιν

νεάνισιν
νεά̱νισιν , νεᾶνις
girl
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”